γεφυροπλάστιγγα
Προφορά
Ετυμολογία
γεφυροπλάστιγγα γέφυρα + πλάστιγγα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η γεφυροπλάστιγγα
✦ μεγάλη πλάστιγγα που χρησιμοποιείται για τη ζύγιση φορτωμένων οχημάτων (φορτηγών αυτοκινήτων, σιδηροδρομικών οχημάτων κτλ.) και εξακρίβωση του βάρους των μεταφερόμενων φορτίων
Συνώνυμα
γεφυροποιία
Αντίθετα
[Επιρρήματα
(η) ουσ. η κατασκευή γεφυρών