γερός
Προφορά
Ετυμολογία
γερός μεσαιωνική ελληνική γερός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ γερός -ή, -ό
✦ υγιής
✦ δυνατός, ρωμαλέος
✦ ανθεκτικός, στερεός
✦ ολόκληρος, αχάλαστος
✦ έμπειρος, ικανός: γερός στα μαθηματικά
✦ φρ. στα γερά, πάρα πολύ, στα σοβαρά
Συνώνυμα
ισχυρός, εύρωστος ,ακέραιος
Αντίθετα
άρρωστος ,αδύνατος, ανίσχυρος ,σάπιος ,φθαρμένος, χαλασμένος ,αδύνατος
Επιρρήματα
γερά