γερόλυκος


γερόλυκος
Προφορά

Ετυμολογία
γερόλυκος γέρος + λύκος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο γερόλυκος

✦ γέρος λύκος
(μτφ. ) που πέρασε πολλά στη ζωή του, πολύπειρος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.