γερουσία
Προφορά
Ετυμολογία
γερουσία αρχαία ελληνική γερουσία, └θηλ┘ του επιθέτου γερούσιος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η γερουσία
✦ πολιτικό σώμα από γέροντες
✦ η δεύτερη βουλή σε πολλές συνταγματικά κυβερνώμενες χώρες
✦ ομάδα γερόντων, πολλοί γέροι μαζί
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–