γεροντοκοριάζω
Προφορά
Ετυμολογία
γεροντοκοριάζω γεροντοκόρη
Ερμηνεία
└ρήμα┘ γεροντοκοριάζω
✦ μένω ανύπαντρη ενώ είμαι προχωρημένης ηλικίας, μένω γεροντοκόρη: τι θ’ απογίνω αν δεν είμαι παντρεμένη; Να γεροντοκοριάσω; (Άγγ. Τερζάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–