γεροκομώ


γεροκομώ
Προφορά

Ετυμολογία
γεροκομώ γηροκομώ βλ. λ.

Ερμηνεία
ρήμα γεροκομώ -άς, -ά

✦ περιποιούμαι τους γέροντες γονείς μου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.