γεροδεμένος
Προφορά
Ετυμολογία
γεροδεμένος γερός + δεμένος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ γεροδεμένος -η, -ο
✦ γερά δεμένος, στερεός
✦ εύρωστος, δυνατός: άντρας με τα όλα του, ψηλός, γεροδεμένος κι όμορφος (Πετσάλης – Διομήδης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–