γεννησιμιό


γεννησιμιό
Προφορά

Ετυμολογία
γεννησιμιό γεννησιμιός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το γεννησιμιό

✦ εύχρ. στη φρ. από γεννησιμιού, από τότε που γεννήθηκε

Συνώνυμα
εκ γενετής
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.