γενιτσαρισμός


γενιτσαρισμός
Προφορά

Ετυμολογία
γενιτσαρισμός γενίτσαρος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο γενιτσαρισμός

✦ το σύστημα της συγκροτήσεως στρατού από γενιτσάρους (στα χρόνια της τουρκοκρατίας)
✦ βάρβαρη πράξη που ταιριάζει σε γενίτσαρο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.