γενίκευση


γενίκευση
Προφορά

Ετυμολογία
γενίκευση γενικεύω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η γενίκευση

✦ η πράξη και το αποτέλεσμα του γενικεύω, καθολίκευση, διεύρυνση, συγκεφαλαίωση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.