γέφυρα


γέφυρα
Προφορά

Ετυμολογία
γέφυρα αρχαία ελληνική γέφυρα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η γέφυρα

✦ κτίσμα μόνιμο ή πρόχειρο κατασκεύασμα πάνω από κοιλότητες του εδάφους (ποτάμια, χαράδρες κτλ.), για τη διάβαση
(μτφ. ) μέσο επικοινωνίας, συνδέσεως
✦ (ναυτ.) το διαμέρισμα του κυβερνήτη πλοίου, πάνω από το κατάστρωμα
✦ μεταλλικός σύνδεσμος που συμπληρώνει το κενό οδοντοστοιχίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.