γέρνω
Προφορά
Ετυμολογία
γέρνω ἔγειρα, αόρ. του αρχαίου ελληνικού ἐγείρω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ γέρνω
✦ λυγίζω κάτι προς τα κάτω, κάμπτω: έγειρε τη στάμνα – τη σανίδα – το κορμί
✦ (για πόρτες κ. παράθυρα) στρέφω, μισοκλείνω
✦ (αμτβ.) παρουσιάζω κλίση: γέρνουν το ένα απ’ τη μια μεριά και το άλλο απ’ την άλλη μεριά (Γ. Θεοτοκάς)
✦ (αμτβ.) πλαγιάζω, ξαπλώνομαι: μέσα στη στοιχειωμένη τη σπηλιά που αποσταμένος γέρνει (Ι. Γρυπάρης)
✦ (για τον ήλιο και τα αστέρια) κλίνω προς τη δύση, βασιλεύω: κοίτα πώς γέρνει ο ήλιος κατακόκκινος μπροστά μου (Άγγ. Σικελιανός)
✦ (μτφ. ) βρίσκω συμπαράσταση, καταφεύγω για προστασία: δεν έχει πού να γείρει
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–