γέννημα
Προφορά
Ετυμολογία
γέννημα αρχαία ελληνική γέννημα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το γέννημα
✦ τέκνο, γόνος
✦ φρ. γέννημα θρέμμα (Αθηναίος κτλ.), για να δηλώσει τον τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε κάποιος· επίσης και ως γέννημα ανάθρεμμα: γέννημα ανάθρεμμα χριστιανός (Π. Πρεβελάκης)
✦ δημιούργημα: γέννημα της φαντασίας
✦ πληθ. γεννήματα, τα σιτηρά: απομονωμένοι σ’ έναν τόπο που τίποτε άλλο δεν τους δίνει παρά λίγα γεννήματα, λίγα κοπάδια και λίγα ξύλα (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–