βύας


βύας
Προφορά

Ετυμολογία
βύας αρχαία ελληνική βύας, ονοματοπ. λ.

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο βύας

✦ νυκτόβιο αρπακτικό πτηνό, ο μπούφος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.