βότσαλο


βότσαλο
Προφορά

Ετυμολογία
βότσαλο μεσαιωνική ελληνική βήσσαλον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το βότσαλο

✦ μικρή πέτρα σε παραλία ή ποταμό στρογγυλεμένη από την τριβή του νερού: ξανθό παιδί, στου ωραίου γιαλού τα βότσαλα γυρμένο (Π. Νιρβάνας)

Συνώνυμα
χοχλάδι, κροκάλα
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.