βόσκω
Προφορά
Ετυμολογία
βόσκω αρχαία ελληνική βόσκω
Ερμηνεία
βόσκω
✦ κ. βοσκώ, -άς, -ά ρ. (βόσκ-ησα, -ήθηκα, -ημένος) (για χορτοφάγα ζώα) τρώγω χορτάρι στο λιβάδι
✦ οδηγώ τα ζώα στη βοσκή
✦ (μτφ. ) περιπλανιέμαι, τριγυρίζω εδώ κι εκεί: πού βόσκει ο νους σου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–