βόρακας


βόρακας
Προφορά

Ετυμολογία
βόρακας └αγγλ┘- └γαλλ┘ borax

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο βόρακας

✦ κρυσταλλικό στερεό, ευδιάλυτο στο ζεστό νερό, ένυδρο άλας του βορίου με νάτριο, που χρησιμοποιείται ως συντηρητικό, μέσο λεύκανσης και καθαρισμού κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.