βόμβος


βόμβος
Προφορά

Ετυμολογία
βόμβος αρχαία ελληνική βόμβος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο βόμβος

✦ συνεχής ήχος που παράγεται από ορισμένα έντομα, όταν πετούν
✦ ήχος συνεχής, υπόκωφος, βοή, βουητό: από πολύ μακριά έρχεται ένας βόμβος (Ηλ. Βενέζης) |(ιατρ.) βουητό στ’ αφτιά, κατάσταση κατά την οποία αισθάνεται κάποιος ότι ακούει συνεχή και βαθύ ήχο

Συνώνυμα
βαβούρα, θόρυβος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.