βόλτα


βόλτα
Προφορά

Ετυμολογία
βόλτα └ιταλ┘volta

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η βόλτα

✦ στροφή, γύρος
✦ μικρός περίπατος
✦ φρ. τα φέρνω βόλτα, αντεπεξέρχομαι σε δύσκολες συνθήκες, τα καταφέρνω – παίρνω την κάτω βόλτα, χειροτερεύω, επιδεινώνεται η κατάστασή μου από άποψη υγείας, οικονομική κτλ.: ο καλός καιρός πέρασε… πήρε κι αυτός την κάτω βόλτα. Το μαγαζί του αράχνιασε, οι γυάλες με τα μυρωδικά στεγνώσαν και τα μετάξια ξεφτίσαν απάνω του (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.