βόας


βόας
Προφορά

Ετυμολογία
βόας └λατιν┘ boa

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο βόας

✦ είδος μεγάλου ερπετού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.