βωμολόχος


βωμολόχος
Προφορά

Ετυμολογία
βωμολόχος αρχαία ελληνική βωμολόχος (= αυτός που παραμονεύει στους βωμούς, για να κλέψει κρέας)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο βωμολόχος

✦ αισχρολόγος

Συνώνυμα
χυδαιολόγος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.