βυζανιάρικο
Προφορά
Ετυμολογία
βυζανιάρικο βυζάνω + κατάλ. -ιάρικο ή └ουδ┘ του επιθέτου βυζανιάρης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το βυζανιάρικο
✦ το βρέφος που θηλάζει ακόμα
✦ (σκωπτ.) άπειρος νέος
Συνώνυμα
βυζασταρούδι
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–