βυζί
Προφορά
Ετυμολογία
βυζί μεταγενέστερη ελληνική βυζίον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το βυζί
✦ ο μαστός του ανθρώπου και των θηλαστικών ζώων: και λάμπει σαν της μάνας το βυζί στου κόρφου το σκοτάδι (Ν. Καζαντζάκης)
✦ ο θηλασμός ή και το μητρικό γάλα
✦ (κατ’ επέκτ.) καθετί που μοιάζει με μαστό και ιδ. προς τη θηλή του
✦ (μτφ. ) πηγή ωφελημάτων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–