βρόντος
Προφορά
Ετυμολογία
βρόντος βροντώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο βρόντος
✦ ο ήχος της βροντής
✦ πάταγος, κρότος
✦ παταγώδης ρίψη ή πτώση
✦ φρ. στο βρόντο, του κάκου, στα χαμένα: τόσοι κόποι, τόσες θυσίες, πήγαν στο βρόντο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–