βρόντημα
Προφορά
Ετυμολογία
βρόντημα βροντώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το βρόντημα
✦ ο κρότος της βροντής: τρία αστροπελέκια επέσανε, ένα ξοπίσω στ’ άλλο, πολύ κοντά στην κορασιά με βρόντημα μεγάλο (Διον. Σολωμός)
✦ χτύπημα που συνοδεύεται με κρότο: έδωσε ένα βρόντημα της πόρτας
Συνώνυμα
μπουμπούνισμα
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–