βρυχομανία


βρυχομανία
Προφορά

Ετυμολογία
βρυχομανία αρχαία ελληνική βρυχή (=τρίξιμο των δοντιών) + μανία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η βρυχομανία

✦ η συνήθεια να τρίζει κανείς τα δόντια του, ιδ. στον ύπνο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.