βρυχιέμαι
Προφορά
Ετυμολογία
βρυχιέμαι αρχαία ελληνική βρυχάομαι -ῶμαι
Ερμηνεία
βρυχιέμαι
✦ κ. βρυχώμαι ρ. (βρυχήθηκα) (για θηρία) μουγκρίζω
✦ (μτφ. για πρόσ.) βγάζω δυνατή φωνή
✦ (για άνεμο, θάλασσα κτλ.) κάνω δυνατό θόρυβο
Συνώνυμα
ουρλιάζω, βογκώ
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–