βρυχηθμός
Προφορά
Ετυμολογία
βρυχηθμός μεταγενέστερη ελληνική βρυχηθμός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο βρυχηθμός
✦ μούγκρισμα, μουγκρητό: με βρυχηθμό, π’ ακούστηκε ως τ’ αστέρια (Άγγ. Σικελιανός)
✦ θρήνος
✦ θόρυβος του ανέμου, της θάλασσας κτλ.: έξω η βροχή έπεφτε πυκνή, ατέλειωτη, μέσα στα ουρλιάγματα του ανέμου και τους βρυχηθμούς τ’ ουρανού (Μ. Καραγάτσης)
Συνώνυμα
ουρλιαχτό, βόγκος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–