βροχομετρικός


βροχομετρικός
Προφορά

Ετυμολογία
βροχομετρικός βροχόμετρο

Ερμηνεία
επίθετο┘ βροχομετρικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στη μέτρηση της βροχής ή αυτός με τον οποίο επιτυγχάνεται η μέτρηση της βροχής: βροχομετρική συσκευή
✦ αυτός που γίνεται με το βροχόμετρο: βροχομετρικές παρατηρήσεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.