βροντόσαυρος
Προφορά
Ετυμολογία
βροντόσαυρος └νεολατ┘ λ. └γαλλ┘ brontosaure – └αγγλ┘brontosaurus, από τις └ελλ┘ λ. βροντή και σαύρα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο βροντόσαυρος
✦ γένος γιγαντιαίων ερπετών που έζησαν πριν από εκατομμύρια χρόνια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–