βρομώ


βρομώ
Προφορά

Ετυμολογία
βρομώ αρχαία ελληνική βρομῶ (= κροτώ)

Ερμηνεία
ρήμα βρομώ -άς, -ά

✦ αναδίνω δυσοσμία
✦ φρ. η υπόθεση βρομάει, υπάρχουν ένοχοι που δεν φαίνονται
(μτφ. ) αφθονώ: βρομάει η αγορά ψάρι

Συνώνυμα

Αντίθετα
ευωδιάζω
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.