βρασμός
Προφορά
Ετυμολογία
βρασμός μεταγενέστερη ελληνική βρασμός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο βρασμός
✦ θέρμανση υγρού ώσπου να κοχλάσει
✦ ζύμωση
✦ (μτφ. ) ταραχή, παραφορά: το έγκλημα διαπράχθηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–