βρακώνομαι


βρακώνομαι
Προφορά

Ετυμολογία
βρακώνομαι βρακί

Ερμηνεία
ρήμα βρακώνομαι

✦ φορώ βρακί
✦ η μτχ. βρακωμένος ως ουσ., φτωχός, κουρελής που ντύθηκε με κάποια ευπρέπεια

Συνώνυμα

Αντίθετα
αβράκωτος, ξεβράκωτος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.