βρακού


βρακού
Προφορά

Ετυμολογία
βρακού βράκα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο βρακού

✦ θηλ. βρακού αυτός που φοράει βράκα: το χορό… με τους βρακάδες και τους οργανοπαίχτες (Οδ. Ελύτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.