βρακοφόρος


βρακοφόρος
Προφορά

Ετυμολογία
βρακοφόρος βράκα + φέρω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο βρακοφόρος

✦ αυτός που φορεί βράκα: ο αγαθός βρακοφόρος νησιώτης χωρικός (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.