βραδύπηκτος


βραδύπηκτος
Προφορά

Ετυμολογία
βραδύπηκτος βραδύς + πήζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ βραδύπηκτος -η, -ο

✦ αυτός που αργεί να πήξει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.