βράχωμα
Προφορά
Ετυμολογία
βράχωμα βράχος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το βράχωμα
✦ τόπος με απότομα βράχια: κι οι απότομες πλαγιές του βουνού… με τα βραχώματά τους (Γ. Μπεράτης)
✦ σκαρφάλωμα, κυρίως γιδιών, σε απότομα βράχια απ’ όπου είναι δύσκολη ή αδύνατη η κάθοδος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–