βράχος
Προφορά
Ετυμολογία
βράχος μεταγενέστερη ελληνική τό βράχος, αρχαία ελληνική βράχεα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο βράχος
✦ πέτρινος όγκος: μόνον ακούω την θάλασσαν που… ανάμεσα εις τους βράχους κτυπώντας (Α. Κάλβος)
✦ (μτφ. ) ακλόνητος, αταλάντευτος: σε ζητήματα ηθικής είναι βράχος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–