βοώ
Προφορά
Ετυμολογία
βοώ αρχαία ελληνική βοάω -ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ βοώ -άς, -ά
✦ κραυγάζω, φωνάζω δυνατά
✦ βουίζω: σαν την καμπάνα που βοά ακόμα και σαν πάψουν να βαρούνε το γλωσσίδι (Π. Πρεβελάκης)
✦ στο γ΄ πρόσ. βοά, (μτφ. ) φανερώνει αναμφισβήτητα: η όλη υπόθεση βοά ότι…
✦ φρ. φωνή βοώντος εν τη ερήμω, γι’ αυτούς που συμβουλεύουν και δεν εισακούονται (σε αντίθεση προς την έννοια του κειμένου στην Καινή Διαθήκη)
Συνώνυμα
ξεφωνίζω
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–