βούρτσα
Προφορά
Ετυμολογία
βούρτσα μεσαιωνική ελληνική βούρτσα, που πιστοποιείται από το ρήμα βουρτσίζω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η βούρτσα
✦ όργανο από τρίχες, φυτικές ίνες ή λεπτά σύρματα στερεωμένα σε κατάλληλη βάση, για καθαρισμό, γυάλισμα, επάλειψη κτλ., ψήκτρα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–