βούρλο


βούρλο
Προφορά

Ετυμολογία
βούρλο μεσαιωνική ελληνική βοῦρλον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το βούρλο

✦ φυτό που αναπτύσσεται σε βαλτοτόπια: ενώ το ρέμα κίτρινο κατεβάζει αργά βούρλα ξεριζωμένα (Γ. Σεφέρης)
(μτφ. ) ανόητος, βλίτο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.