βούργια


βούργια
Προφορά

Ετυμολογία
βούργια μεσαιωνική ελληνική βούλγια

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η βούργια

✦ σακίδιο δερμάτινο ή μάλλινο, ταγάρι, ντορβάς: ανάσυρε μ’ ευλάβεια από μια βούργια το αρτοφόρι, το πετραχήλι του κι ένα φανάρι (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.