βούκινο
Προφορά
Ετυμολογία
βούκινο μεσαιωνική ελληνική βούκινον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το βούκινο
✦ κοχύλι χρησιμοποιούμενο ως σάλπιγγα
✦ σάλπιγγα από μέταλλο ή από κέρατο βοδιού: τα τούμπανα χτυπάν, τα βούκινα σαλπίζουν (Κ. Παλαμάς)
✦ (μτφ. ) δυσφημιστικό μυστικό, που κοινολογήθηκε: είχε μια περιπετειούλα ο άνθρωπος και την κάνανε βούκινο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–