βουτυρώδης


βουτυρώδης
Προφορά

Ετυμολογία
βουτυρώδης βούτυρο + κατάλ. -ώδης

Ερμηνεία
επίθετο┘ βουτυρώδης -ης, -ες

✦ αυτός που κατά τη σύσταση, τη γεύση ή την εμφάνιση μοιάζει με βούτυρο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.