βουτυροκόμος


βουτυροκόμος
Προφορά

Ετυμολογία
βουτυροκόμος βούτυρον + κατάλ. -κόμος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η βουτυροκόμος

✦ ο ασχολούμενος με την κατασκευή βουτύρου, βουτυροποιός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.