βουτηγμένος
Προφορά
Ετυμολογία
βουτηγμένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος βουτώ
Ερμηνεία
βουτηγμένος
✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. ο βυθισμένος σε κάτι, ο γεμάτος με κάτι: σκοτεινό δωμάτιο… βουτηγμένο στη μούχλα και στη σκόνη (Γ. Θεοτοκάς)
✦ φρ. βουτηγμένος στα χρέη, για κάποιον που έχει πολλά χρέη, που είναι καταχρεωμένος – βουτηγμένος στο βούρκο, για κά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–