βουρλίζω
Προφορά
Ετυμολογία
βουρλίζω κατά Π. Λορεντζάτο από το └ουσ┘ βούρλο, με αρχαία ελληνική σημ. τρέμω σαν βούρλο• κατά G. Meyer, από το └ιταλ┘burlare (=κάνω αστεία, πειράζω)
Ερμηνεία
└ρήμα┘ βουρλίζω
✦ τρελαίνω, εξαγριώνω
✦ βουρλίζομαι, παραφέρομαι
✦ κυριεύομαι από πάθος: ο λυράρης είχε βουρλιστεί, γοργόπαιζε το δοξάρι (Π. Πρεβελάκης)
✦ η μτχ. βουρλισμένος, -η, -ο ως επίθ., ερωτομανής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–