βουρκώνω
Προφορά
Ετυμολογία
βουρκώνω βούρκος
Ερμηνεία
└ρήμα┘ βουρκώνω
✦ γεμίζω, σχηματίζω λάσπη
✦ θολώνω ή θολώνομαι
✦ συννεφιάζω
✦ υγραίνομαι, δακρύζω
✦ βουρκώνομαι, σκεπάζομαι με σύννεφα ή με καταχνιά: φουρτούνιασεν η θάλασσα και βουρκωθήκαν τα βουνά (Γ. Βιζυηνός)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–