βουρ
Προφορά
Ετυμολογία
βουρ └τουρκ┘vur (=χτύπα), προστακτ. ενεστ. του ρήματος vurmak (=χτυπώ)
Ερμηνεία
└επιφώνημα┘ βουρ
✦ όρμα του, βάλε μπρος
✦ εύχρ. κυρ. στην φρ. βουρ στον πατσά, για εκμετάλλευση ευκαιρίας χωρίς δισταγμούς και καθυστέρηση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–