βουντού


βουντού
Προφορά

Ετυμολογία
βουντού └αγγλ┘voodoo, λ. αφρικαν.

Ερμηνεία
βουντού

✦ άκλ. μορφή θρησκείας των μαύρων των Δυτικών Ινδιών, που έχει ως βάση την πίστη σε μαγικές δυνάμεις και ιεροτελεστίες
✦ η μαύρη μαγεία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.